![](https://static.wixstatic.com/media/11062b_b1c8ebf5b2e24e38918868f195a5188d~mv2.jpg/v1/fill/w_980,h_713,al_c,q_85,usm_0.66_1.00_0.01,enc_avif,quality_auto/11062b_b1c8ebf5b2e24e38918868f195a5188d~mv2.jpg)
Οκτώβριος, μήνας γενεθλίων.
Μόλις έχουν αρχίσει τα σχολεία και τα φροντιστήρια. Είναι ο μήνας που ξαναβρίσκεσαι με τους φίλους σου και ο μήνας που η μαμά μας ησύχαζε κάπως από εμάς μέσα στα πόδια της.
Ο Οκτώβριος όμως ήταν πάντα και ο μήνας του πάρτι.
Εγώ είχα την «ατυχία» να είμαι η μικρότερη, με την αδελφή μου έχουμε 3 χρόνια διαφορά.
Η μαμά μου είχε ήδη διαμορφώσει τις παρέες της με τις μαμάδες των συμμαθητριών και συμμαθητών της αδελφής μου οπότε όσα συνέβαιναν αφορούσαν εκείνη περισσότερο και λιγότερο εμένα.
Βόλευαν βέβαια και οι ημερομηνίες για να μην είμαι εντελώς άδικη. Ποιος κάνει πάρτι καταχείμωνο ( Φλεβάρη γεννήθηκα ).
Έτσι λοιπόν τα γενέθλια της αδελφής μου ήταν αυτά που έκαναν πρεμιέρα στον κύκλο των κοινωνικών συναθροίσεων.
Φυσικά μέσα στους συμμαθητές της υπήρχαν και τα αδέλφια τους που τα περισσότερα ήταν στη ηλικία μου έτσι… είχαμε πάντα και οι δύο παρέα.
Μέγα γεγονός λοιπόν, τέλος Οκτωβρίου τα γενέθλια της, τέλος Οκτωβρίου στο σπίτι είχαμε μέγα πάρτι. Βέβαια πάντα γινότανε το Σάββατο, εκείνο το Σάββατο που ήταν πιο κοντά στην ημερομηνία των γενεθλίων της.
Μην ξεχνιόμαστε, εμείς είχαμε σχολείο το Σάββατα, πρωινές πάντα, αλλά είχαμε! Και φυσικά εκείνη την ημέρα… δεν πηγαίναμε!!
Το σπίτι πάντα εκείνη την ημέρα μύριζε υπέροχα!
Η Έλλη από δίπλα έφτιαχνε μπουρεκάκια με τυρί, η μαμά όλα αυτά τα φαγητάκια για παιδικά πάρτι ( τότε τα πατατάκια γαριδάκια και λοιπά δεν ήταν στην πρώτη θέση υπήρχαν βέβαια αλλά… ) η κυρία Αγγελική τα κέικ για τις μαμάδες και παντού γύρω γύρω κυκλοφορούσαν οι πορτοκαλάδες και οι λεμονίτες.
Το καλύτερο πάντα ήταν το κουτί της τούρτας ή καλύτερα η ίδια η τούρτα. Είχε πάντα λιμνούλα, γεφυρούλα και παπάκια! Το εντυπωσιακό σε εκείνες τις τούρτες ( κάτι που τώρα δύσκολα συναντάς ) είναι πως τα παπάκια, τα ανθρωπάκια και τα παγκάκια γύρω από τη λιμνούλα ήταν ζαχαρόπαστα όπως και τα κάγκελα γύρω από τη λιμνούλα ήταν από σοκολάτα.
Το μόνο δύσκολο για εμένα φυσικά ήταν πως το κουτί της τούρτας ήταν πάντα στο πάνω πάνω ράφι του ψυγείου που σημαίνει πως εγώ δεν μπορούσα να τη δω την τούρτα πάρα μόνο αν κάποιος με σήκωνε αγκαλιά ή αν την έβγαζαν έξω από το ψυγείο.
Ναι ήμουνα ένα πολύ κοντό παιδάκι, όχι πως τώρα θυμίζω τον Φασούλα, αλλά ήμουν κοντούλι.
Άνοιγα σε ανύποπτο χρόνο το ψυγείο και φώναζα: «μαμά να με σηκώσεις να δω τα παπάκια?» και φυσικά αφού δεν είχα συναίσθηση του χρόνου και των δουλειών που εκείνη έκανε μέχρι την «έναρξη» η απάντηση ήταν πάντα «όχι τώρα Βασάκι!»
Αυτό λοιπόν το Βασάκι ( εγώ δηλαδή ) κάθε τέτοιο Σάββατο είχα την τιμητική μου. Τριγύρναγα από σπίτι σε σπίτι και εκτός που έκλεβα λιχουδιές, ζητούσα να με βοηθήσουν, να πάμε κάτω στο ψυγείο μας για να με σηκώσουν να δω τα παπάκια.
Το καλύτερό μου δεν ήταν στης Έλλης το σπίτι γιατί τα τηγανιτά δεν ήταν από τότε και πολύ του γούστου μου, ιδίως τα ζυμάρια, οπότε ανεβοκατέβαινα τα σκαλιά από τον 3ο στον 4ο για το σπίτι της κας Αγγελική αμέτρητες φορές!
Έτρωγα ζύμη για κέικ, έτρωγα βούτυρο με ζάχαρη ( ναι, τα τηγανητά δεν μου άρεσαν!! ) και κομμάτι από τα έτοιμα κέικ με μαρμελάδα.
Όση ώρα ζουζούνιζα και τσιμπολογούσα φυσικά ζητούσα το ίδιο πράγμα «θα με σηκώσεις να δω τα παπάκια?»
Αυτά τα παπάκια στοιχειώνανε πάντα στο μυαλό μου, και ποιο πολύ με ενοχλούσε που κανένας δεν ήταν εκεί να με βοηθήσει, ήταν και ο μπαμπάς που διάλεγε πάντα την ημέρα του πάρτι να έχει το ταξί και πρωί και βράδυ, γιατί εκείνος θα με βοηθούσε για να μην πω θα μου έδινε και ένα παπάκι!
Δεν εγκατέλειπα όμως την προσπάθεια, ακόμα και το μεσημέρι που τρώγαμε την ίδια ερώτηση έκανα «να δω τα παπάκια»?
Δεν ήταν η άρνηση της μαμάς μου από κακία ή από κούραση ούτε είχε να κάνει με καμιά μοντεσσόρι μέθοδο διαπαιδαγώγησης, απλά ήταν σίγουρη πως θα το άπλωνα το χεράκι μου και ή ζημιά θα έκανα ή παπάκι θα βούταγα και μετά ποιος μας έσωζε από το κλάμα της αδελφής μου.
Λάθος σκέψη είχε για εμένα? Καχύποπτη ήταν με το ίδιο της το παιδί? Σώπα καλέ, έβλεπε μακριά, τι σας περνάει από το μυαλό πως ήθελα να θαυμάσω την τέχνη του ζαχαροπλάστη?? Ένα παπάκι ήθελα ή έστω ένα ανθρωπάκι γιατί τέτοιο ήμουνα, σκατζίκι που με λέγανε. Η ζημιά προσωποποιημένη!!
Και έφτανε η ώρα του πάρτι. Οι προβολείς στο αδελφάκι μου, ωραίο φόρεμα, καθαρά και γυαλιστερά παπουτσάκια, χρυσό τσιμπιδάκι πασχαλίτσα στα μαλλιά, το ζώδιο της να κρέμεται στο λαιμό της, η μαμά μου με το φόρεμα το καλό και τις γόβες της, βαμμένη (νορμάλ πάντα) με το άρωμά της και καλοχτενισμένη και δίπλα εγώ, ότι και αν μου έδινε να φορέσω, φουστανάκι καρό κόκκινο με γκρι, σαλοπέτα γαλάζια με λευκό πουκαμισάκι και γαλάζια παπουτσάκια, φουστίτσα καφέ με μια μεγάλη μαργαρίτα και κίτρινο ζιβάγκο με καφέ παπουτσάκια και πολλά πολλά ακόμα μέχρι να πάει να τσεκάρει πως όλα ήταν όπως έπρεπε και στη θέση τους, εγώ είχα φορέσει εκείνο το αγαπημένο ( για την χρονιά που θυμάμαι έντονα ήταν αυτό ) κοτλέ πράσινο παντελόνι με το γιλέκο το καφέ με τους ρόμβους τους κίτρινους και από μέσα ένα μπλουζάκι εκρού.
Όσο για παπούτσια μέσα στο σπίτι, ούτε λόγος τα καλτσάκια μου και πολλά ήταν και φυσικά τα μαλλιά μου είχαν αυτή την εικόνα που σήμερα το λέμε natural look, τότε το λέγανε το αχτένιστο που μόλις ξύπνησε!! Και που με χτενίζανε χαμένος χρόνος, τα κατάφερνα και πάντα ανακάτευα τα μαλλιά μου σε ελάχιστο χρόνο.
Δεν έμπαινε στον κόπο να μου αλλάξει ρούχα, το ήξερε, χαμένος χρόνος αλλά κάθε φορά το προσπαθούσε, μου έβγαζε τα όμορφα τα ρούχα και τα γυαλιστερά παπουτσάκια αλλά… που εγώ, αγύριστο κεφάλι, πελοποννησιακό από τότε!
Όταν πια μαζεύονταν τα παιδάκια και ξεκινούσε το πάρτι, τριγυρνούσα ανάμεσα στα παιδάκια και στα φαγητά. Η τούρτα είχε ξεχαστεί, άλλο ήταν το μέγα θέμα εκείνη την ώρα, τα δώρα!!
Τα δώρα ήταν για την εορτάζουσα, τι πιο φυσιολογικό, αλλά αυτό άντε να το εξηγήσεις σε 5χρονο.
Εδώ ξεκινούσε ο άλλος «πόλεμος» με τη μαμά, να βάλει τα δώρα κάπου που να μην τα φτάνω για να μην τα ανοίξω και τα σκορπίσω στους 5 ανέμους, γιατί θα τα άνοιγα αυτό είναι γεγονός.
Που τα έκρυβε? Στο πάνω πάνω ντουλάπι της κουζίνας με τα μίξερ και όλα αυτά τα μηχανήματα κουζίνας, στο ράφι, που και σε καρέκλα να ανέβαινα, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τα φτάσω.
Έτσι, καθόμουνα σαν το χαζό στην κουζίνα, μέσα στα πόδια της μαμάς και της κας Αγγελικής και προσπαθούσα να φανταστώ από το σχήμα τι ήταν. Ήμουνα μια ενόχληση στα πόδια τους.
Πως γυρνάει όμως ο καιρός, αυτό δεν κρατούσε πολύ, το παπάκι έσωζε την κατάσταση.
Τι έτσι θα με είχαν μέσα στα πόδια τους για πολύ? Όχι δα.
Η μαμά άνοιγε, ντεμέκ, κρυφά το κουτί της τούρτας έβγαζε ένα παπάκι ή ένα παιδάκι ( αυτό δεν το θυμάμαι ) και μου το έδινε.
«Πήγαινε κρυφά να το φας, μη σε δει η αδελφή σου και στεναχωρηθεί» αυτά ήταν τα λόγια της μαζί με ένα τεράστιο χαμόγελο.
Έξω λοιπόν από την κουζίνα το σκατζίκι!
Οι πόρτες της πολυκατοικίας ( εκτός εκείνης του 1ου ορόφου ) ήταν πάντα ανοικτές πολύ περισσότερο σε μέρες χαράς, έτσι λοιπόν χωνόμουνα στο διπλανό διαμέρισμα της Έλλης, καθόμουνα στο χολ της και απολάμβανα το παπάκι μου.
Ήσυχοι εκείνοι, ήσυχη και εγώ!
Μετά από πολλά χρόνια πια, η μαμά μας είπε την αλήθεια. Σε κάθε τούρτα ζητούσε και της βάζανε έξτρα, τυλιγμένα σε χαρτί μέσα στο κουτί, δυο παπάκια, δύο κάτι τέλος πάντων. Έτσι τίποτα δεν έλειπε από τον στολισμό και μπορούσε να μας δώσει μια λιχουδιά.
Ήταν έξυπνη και πολύ πρακτική η μαμά μου!
![](https://static.wixstatic.com/media/16395cbbe3a64d45aed3a392e1beabd4.jpg/v1/fill/w_980,h_653,al_c,q_85,usm_0.66_1.00_0.01,enc_avif,quality_auto/16395cbbe3a64d45aed3a392e1beabd4.jpg)
Για τα δώρα βέβαια τι να πούμε, όταν τελείωνε το πάρτι ξεκίναγε ο πόλεμος. Οι μεγάλοι μαζεύανε ( κι ο μπαμπάς είχε επιστρατευτεί σε αυτό το συμμάζεμα μόλις γύριζε ) και εμείς ξεκινάγαμε το πανηγύρι πάνω στο χαλί
«Δώσε μου αυτό το στυλό, δύο σου φέρανε»
«Όχι το θέλω είναι άλλο χρώμα, να πάρε αυτό το βιβλίο»
«Δεν θέλω βιβλίο, δώσε μου τους μαρκαδόρους»
«Να πάρε τις ξυλομπογιές, τους θέλω τους μαρκαδόρους»
«Έχω ξυλομπογιές, τα άλλα θέλω»
« Όχι, δικό μου είναι το πάρτι δικά μου είναι τα δώρα, δε σου δίνω τίποτα, να κάνεις δικό σου πάρτι»
«Μαμάαααααα δε μου δίνει, να κάνω δικό μου πάρτι λέει»
«Μαμάααααααα θέλει τα πιο ωραία»
«Μαμάααααααα θέλω κι εγώ δώρα, θέλω κι εγώ πάρτι»
«Μαμάααααααα τουρτίτσα έχουμε ?»
«Μαμάααααααα τούρτα»
Έτσι τελείωνε πάντα αυτή τη σύρραξη. Κάτι έπαιρνα για να μην είμαι αχάριστη, κάτι μου έδινε, φυσικά όχι τα καλύτερα αλλά κάτι μου έδινε από όλα αυτά, περισσότερο εκείνα τα άχρηστα για πεντάχρονα παιδάκια, κάτι κάλτσες, κάτι σετ φανελίτσα βρακί τέτοια πράγματα.
Η τούρτα αρκούσε να μπουν τα δώρα στην άκρη και εμείς να πάμε για ύπνο.
Τα μάζευε εκείνη και έτσι την επόμενη μέρα τίποτα δε θυμόμασταν μόνο τα παιχνίδια που κάναμε, την «κλεψιά» στο παπάκι και φυσικά διάβασμα για Δευτέρα.
Το πάρτι της αδελφής μου ήταν η αρχή για τα επόμενα μέσα στη σχολική χρονιά τα οποία ήταν σχεδόν και από ένα το μήνα αν βάλει κανείς και κάτι τα αποκριάτικα, εκείνα των Χριστουγέννων και εκείνα του καλοκαιριού.
Είμασταν πολύ ενεργές στα social της εποχής, δεν μπορώ να πω!
Όμορφα παιδικά χρόνια στου Ζωγράφου!!
Βασιλική
Comments