top of page

Flowers are happy things!!

Εικόνα συγγραφέα: Vassiliki VassilikiVassiliki Vassiliki


Τι όμορφη που είναι η άνοιξη όταν ξεκινά!!

Είχα την τύχη, πάντα, να μένω και να ζω κοντά σε δέντρα και σε λουλούδια, ακόμα και μικρό που ήμουνα, η πολυκατοικία στου  Ζωγράφου που ήταν το σπίτι μας, ήταν πάνω στο πάρκο της Γεωργίου Παπανδρέου, ποτέ δεν ένοιωσα κοντά μου το μπαλκόνι της διπλανής πολυκατοικίας ή το πολύ στενό πεζοδρόμιο πάνω στο δρόμο.

 

Άνοιξη, στα παιδικά μας χρόνια, άνοιξη στην όμορφή μικρή κλειστή κοινωνία της πολυκατοικίας μας.

Το μπαλκόνι μας ήταν και είναι ένα μικρό μπαλκόνι, τότε βέβαια σε εμάς φάνταζε ταράτσα, και φυσικά είχε την τιμητική του την άνοιξη γιατί πολύ απλά τότε ανθίζανε οι πολλές γαρδένιες της μαμάς και οι καμέλιες.

Ναι αυτά ήταν τα λουλούδια στο μπαλκόνι μας, γαρδένιες και καμέλιες, κόκκινες καμέλιες. Η μαμά μου τις λάτρευε και για έναν περίεργο λόγο και αυτά τα φυτά λάτρευαν τη μαμά μου, τίποτα δεν παθαίνανε, εκεί ακούραστες, υγιέστατες να ανθίζουν συνέχεια και να λάμπουν τα φύλα τους.

Έξω από το μπαλκόνι στο δωμάτιό των γονιών μας υπήρχαν τα σκουλαρίκια, μάλιστα οι γλάστρες τους, πολλές και αυτές δεν ήταν μια ή δύο ήταν τουλάχιστον 5, κρεμόντουσαν πάνω από το κάγκελο μέσα σε αυτές τις «ειδικές» σιδερένιες θεσούλες για φυτά στο μπαλκόνι.

Κάθε φορά που άνθιζαν, ήταν μωβ και κόκκινα τα λουλούδια τους, έκοβαν τα ανθάκια έτσι διπλά όπως βγαίνανε σαν κεράσια και μας τα κρεμούσανε στα αυτάκια μας, θα γίνω κακιά, μόνο στην αδελφή μου στέκανε όμορφα γιατί είχε πεταχτά αυτιά, εγώ έπρεπε να τα κρατάω.

 

Έτσι λοιπόν από πολύ νωρίς παίρναμε χαμπάρι την άνοιξη που έμπαινε στην Αθήνα.

Το πιο όμορφα ανθισμένο σημείο της καθημερινότητάς μου τότε ήταν ο δρόμος για το σχολείο.


5ο δημοτικό σχολείο Ζωγράφου στην πλατεία Αγίου Γερασίμου, ένα σχολείο που είχαμε την τύχη να έχει την τεράστια πλατεία της εκκλησίας μπροστά του.

Σε αυτή την εκκλησία με τα πολλά, πάρα πολλά μαρμάρινα σκαλιά υπήρχαν γλάστρες με λουλούδια.

Γεράνια κόκκινα, λευκά και ροζ, βασιλικοί, αρμπαρόριζα, γαρύφαλλα, βιολέτες και στα παρτέρια της εκκλησίας, μπροστά από το παρεκκλήσι που είχε κάτω, είχε πολλές και πολύχρωμες τριανταφυλλιές που μύριζαν υπέροχα.

Εγώ με τα λουλούδια είχα μανία από μικρό, μου άρεσε να τα κόβω και να τα πηγαίνω δώρο στη μαμά μου.

Ότι λουλούδι έβρισκα στο δρόμο της επιστροφής το έκοβα και της το πήγαινα, και τότε στον δρόμο από το σχολείο στο σπίτι είχε πολλά λουλούδια γιατί είχε πολλά οικόπεδα άχτιστα ( ναι ναι στου Ζωγράφου!!) αλλά είχε και πολλά σπίτια, μονοκατοικίες με κήπο και λουλούδια, αν άπλωνα το χεράκι μου να κόψω? ΦΥΣΙΚΑ, τι ερώτηση, είπαμε τα πήγαινα στη μαμά μου. Βέβαια έτσι κοντό και μικροσκοπικό που ήμουνα τις περισσότερες φορές μάλλον ζημιά έκανα πάρα μάζευα λουλούδια, γιατί ναι μεν έφτανα να το πιάσω αλλά δεν είχα δύναμη να κόψω τριαντάφυλλο μέσα από κάγκελα. Το θράσος μου βέβαια μερικές φορές ήταν στην υπερβολή του, έχω ανοίξει πόρτα εξωτερική σε σπίτι ( συμμαθήτριάς μου βέβαια άλλα τι να λέει, ούτε ρώτησα ούτε κουδούνι χτύπησα ) και με το ψαλιδάκι από τη χειροτεχνία έχω κόψει η κυρία τριαντάφυλλο.

 Ήταν ίσως η πιο τυχερή μέρα της ζωής μου αφού κανένας στις 2,00 περίπου το μεσημέρι δεν με πήρε χαμπάρι, εδώ δεν κατάλαβε η αδελφή μου πως το σούφρωσα, εκείνη μιλούσε με την Πετρούλα, απέναντι από τη δική μου συμμαθήτρια έμενε η δική της και όση ώρα τα λέγανε τα κορίτσια εγώ… μεγαλουργούσα!! 

Το μυαλό μου όμως κολλημένο εκεί, στα λουλούδια της αυλής της εκκλησίας, έπρεπε με κάποιο τρόπο να φτιάξω μπουκέτο για τη μαμά από όλα αυτά τα χρωματιστά και αρωματικά λουλούδια, αλλά πως?

Με το σχόλασμα η πλατεία και ο εξωτερικός χώρος της εκκλησίας γεμάτος με μαμάδες γιαγιάδες και παιδάκια, ε είπαμε έκοβα λουλούδια όπου έβρισκα άλλα δεν το έκανα και σημαία, ελάτε να με δείτε μαδάω τα φυτά, είπαμε όχι κι έτσι!

Θα έσκαγα, ήταν υπέροχα και τα ήθελα, όλο κατά κει κοιτούσα κάθε μεσημέρι  αλλά η αδελφή μου τίποτα, αχάμπαρη, ούτε έτσι λίγο κοντά να πάμε, λίγο να με κρύψει να κόψω έστω ένα, τίποτα από μακριά τα κοιτούσα μόνο.

Σιγά που δεν θα έβρισκα την άκρη, τη βρήκα φυσικά!

Τότε κάθε δύο εβδομάδες ( αν θυμάμαι καλά και δεν ήταν κάθε εβδομάδα ) μας πηγαίνανε την πρώτη ώρα μιας συγκεκριμένης ημέρας στην εκκλησία.

Άλλο πάλι και αυτό τι να λέμε, τέλος πάντων, ( ωραία κουβέντα το «τέλος πάντων»! )

Ένα από αυτά τα πρωινά ποιος ξέρει γιατί εγώ πάντως δεν ξέρω, έτυχε να προσέξω τι έλεγε μετά τη λειτουργία ο παππάς και αυτό που έλεγε ήταν να πάμε στο κατηχητικό το απόγευμα που γινότανε στο παρεκκλήσι του ναού, από κάτω από την μαρμάρινη σκάλα και θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ( να ακούσουμε δηλαδή χωρίς να μιλάμε είναι η αλήθεια ) και να παίξουμε.

Πρώτη φορά έλεγε για το κατηχητικό? Όχι βέβαια, εγώ έδωσα σημασία πρώτη φορά σε αυτά που έλεγε και δεν έπαιζα με τα μαλλιά μου, απλά τα πράγματα. Μόνο που εγώ, κακιά πληγή για ζαβολιές που έλεγε η μαμά, το μέτρησα! το κράτησα! ΜΟΥ ΕΚΑΝΕ!!

Το μεσημέρι γύρισα αποφασισμένη, θα πάω κατηχητικό! Για τις εικονίτσες? Για να μιλήσουμε? Για να παίξουμε? Όχι όχι και όχι.

Είπαμε ζούσα στο πάρκο της Γεωργίου Παπανδρέου, τι να μου λείψει από το παιχνίδι? όλη την ώρα κάτω ήμουνα και παίζαμε, τις εικονίτσες τι να τις κάνω? Είχα περισσότερες και καλύτερες με πιο όμορφα χρώματα και σχέδια αφού αγόραζα και ΜΑΝΙΝΑ και ΚΑΤΕΡΙΝΑ και καμιά φορά έπαιρνα και την ΠΑΤΥ άρα μόνο εικονίτσες δε μου λείπανε, αλλά είπαμε ο κήπος και τα λουλούδια του Αγίου Γερασίμου ήταν η αδυναμία μου, έπρεπε να τα πάω στη μαμά μου!

 

Επόμενο εμπόδιο, η μαμά μου, δεν το είχαμε με όλα αυτά τα του κατηχητικού στο σπίτι μας, για τους γονείς μου το φυσιολογικό ήταν τα μαθήματα μας, τα αγγλικά μας και στο χρόνο που έμενε, όποιες μέρες έμενε χρόνος, να είμαστε κάτω με τα άλλα παιδάκια έστω και για λίγο να παίζουμε και αν αυτό δε γινότανε λόγο κρύου ή καιρού να κάνουμε πράγματα με την αδελφή μου ή μαζί τους πάντως κατηχητικό και γενικά κάθε καθοδήγηση δεν ήταν στα ζητούμενα τους.

 

Ένα ολόκληρο μεσημέρι θυμάμαι την παρακαλούσα να με αφήσει να πάω, θα είναι όλες μου οι φίλες εκεί, δεν έχω διάβασμα, δεν έχω φροντιστήριο, έχω ήδη διαβάσει τα αγγλικά μου, η αδελφή μου θα λείπει και θα είμαι μόνο μου, θέλω και εγώ μια εικονίτσα … ατελείωτα τα επιχειρήματα ατελείωτη και εγώ, απνευστί τα έλεγα, γλώσσα δεν έβαζα μέσα.

Δέχτηκε, ήταν όμως σαφής, μόνο μια φορά, μόνο για να δω πως είναι και δεν πρόκειται αυτό να γίνει πρόγραμμα.

 

Χα!! Τα κατάφερα!

Όχι η εμπειρία δεν μου άρεσε καθόλου.

Φτάνοντας στην εκκλησία αλήθεια είναι πως ήταν πολλά παιδιά από την τάξη μου, κυρίως κορίτσια.

Μόλις έφτασα άρχισα να βολιδοσκοπώ τον χώρο και τα παρτέρια, εγώ είχα αποστολή, είχα πάει για τα λουλούδια.

Μπα, κούνια που με κούναγε!

Μια κυρία, στριφνή με κότσο μαλλιά, μεγάλα γυαλιά και άχρωμα ρούχα ήταν εκεί τριγύρω μας όλη την ώρα  και μας μάζεψε μέσα στο παρεκκλήσι.

Σηκώθηκα να βγω έξω, ήταν μεσημέρι προς απόγευμα, χαρά θεού, μέσα στην άνοιξη.

«Μη σηκώνεσαι, δεν θα βγούμε τώρα έξω, τώρα θα μιλήσουμε για τον βίο του Αγίου δεν θυμάμαι και μετά θα κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα για να παίξουμε στην αυλή. Έλα να καθίσεις εδώ κοντά μου» και με έβαλε μπροστά μπροστά!!

WHAT?? Αυτό ήταν χειρότερο και από το σχολείο, μας δώσανε από μια εικόνα του Αγίου δεν θυμάμαι, και ξεκίνησε η ιστορία.

Μαρτύριο του Αγίου αλλά μαρτύριο και το δικό μου.

Απέξω να ακούγονται φωνές από παιδιά και παιχνίδια και μέσα μισοσκότεινα και μια ιστορία μέσα στην πίκρα τον πόνο το διωγμό και τον καημό.

ΠΑΙΔΑΚΙ ΗΜΟΥΝΑ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΠΙΣΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΗΛΙΚΙΑΣ.

Όλοι γύρω μου να κοιτούν με γουρλωμένα μάτια την «κυρία», ακόμα και η Σοφία η διπλανή μου ήταν εκεί, με τα χέρια σταυρωμένα να κοιτάει με ιδιαίτερη προσοχή και να ακούει σα μαγεμένη.

Πως έμπλεξα έτσι, τι στεναχώρια, τι πίκρα τι σκοτωμός και θηρία και τελειωμό να μην έχει αυτό.

Είχα μετρήσει τα καθίσματα, τις εικόνες στον τοίχο, τα κεριά που ήταν αναμμένα και τα κεριά που ήταν σβηστά, τίποτα, δεν πέρναγε ο χρόνος.

Μα τι το θέλα, εγώ για λουλούδια πήγα και την πάτησα.

Κάποια στιγμή, ανάσταση, «θα βγούμε για λίγο έξω να παίξουμε και να σκεφτούμε ότι ακούσαμε και θα επιστρέψουμε για λίγο πάλι μέσα στο ναό να μιλήσουμε για…. Ούτε που θυμάμαι.

Τρέχοντας βγήκα έξω, ήρθε η Σοφία δίπλα μου, «θα έρχεσαι κι εσύ?»

« όχι όχι  δεν μπορώ, δεν θέλω. Γεια.»

Μόνο αυτό είπα και ξεκίνησα να φεύγω.

Με σταμάτησε η καλή κυρία, « δεν μπορείς να φύγεις αν δεν τελειώσουμε» « θα φύγω, θέλω να πάω σπίτι μου» μόνο αυτό είπα και γύρισα κι έφυγα.

Δεν μου ταίριαζε όλο αυτό εμένα, δεν μου άρεσε όλο αυτό το «να είστε καλά παιδιά να μην αντιμιλάτε, να μην βρίζετε, να νηστεύετε, να μιλάτε με σεβασμό στους μεγάλους… τόσες μαζεμένες εντολές με αυτό τον τρόπο και  σε αυτόν τον τόνο, όχι όχι φεύγουμε.

Δεν ξέρω πως είναι τώρα τα κατηχητικά ( αν υπάρχουν ακόμα ) αλλά αυτό που ήταν τότε ήταν ζόρικο.

Τέλος πάντων ( ωραία φράση αυτή τελικά ) έμεινα με την εικονίτσα στο χέρι και την χαρά πως το έσκασα.

Στο δρόμο για το σπίτι, έκοψα από μια γλάστρα σε παράθυρο ( τότε τα παράθυρα είχαν γλάστρες!! ) ένα λουλούδι νομίζω ήταν γαρύφαλλο, και άφησα στη γλάστρα την εικονίτσα.

Θα γύριζα με λουλούδι για τη μαμά μου, έστω και ένα, και θα ήταν θέλημα θεού, έτσι μάλλον το έδεσα στο μυαλό μου!!

Για το κατηχητικό η μαμά μου δεν ρώτησε ποτέ τίποτα, και καλά έκανε, μόνο όταν της είπα "εγώ εκεί δεν ξαναπάω" μου είπε "φυσικά και δεν ξαναπάς"!

 

Αυτή την κακή συνήθεια να κόβω λουλούδια από όπου τα βρω την έκοψα πολλή μεγάλη και πολύ αργότερα.

Μάχη έδωσε η μαμά μου για να με σταματήσει αλλά δε βαριέσαι, εγώ θα έκοβα λουλουδάκια!!

 

Ωραία χρόνια τότε, ωραία χρόνια και τώρα για να τα θυμόμαστε!

Καλημέρα!!


 

 

 

0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
Summer time, summer memories

Summer time, summer memories

It's cake time!!

It's cake time!!

October Party time!!

October Party time!!

Comentarios


bottom of page