top of page

Summer time, summer memories

Εικόνα συγγραφέα: Vassiliki VassilikiVassiliki Vassiliki

Αι Καλημέρα σ’!!

Αυτή η κουβέντα είναι η γιαγιά μου, αυτή ήταν η κουβέντα της για καλό ή για κακό!


Καλοκαίρι στο χωριό


Ναι ανήκω στη γενιά που τα καλοκαίρια της τα περνούσε και στο χωριό , με τον παππού και τη γιαγιά, με τα ξαδέλφια και τις θείες.

Ήταν υπέροχα χρόνια που τότε ίσως να μην τα εκτιμούσαμε όσο έπρεπε αλλά ήταν.



Το χωριό ένα μικρό, πολύ μικρό ορεινό χωριό της Άρτας, το κάτω Αθαμάνιο.

Το ταξίδι μέχρι εκεί ήταν μεγάλο, ήταν έξι ώρες από Αθήνα για Άρτα μέσω Ρίου Αντιρρίου και από εκεί άλλες κοντά δύο ώρες για το χωριό.

Εμένα τα αυτοκίνητα πάντα με ζάλιζαν. Στο αυτοκίνητο με τον μπαμπά ήταν κάπως καλύτερα τα πράγματα γιατί κάτι που κολλούσα τα μούτρα μου πίσω από τον μπαμπά και με φύσαγε το παράθυρο το ανοικτό, κάτι που ο μπαμπάς σταματούσε σε χωριουδάκια για καφέ στη δροσιά, ε κάπως το σώζαμε αλλά στο ΚΤΕΛ σωτηρία δεν υπήρχε.

Το ταξίδι ήταν μεγάλη ταλαιπωρία για εμένα και μεγαλύτερη για την μαμά μου που όμως ποτέ δεν δυσανασχέτησε, ούτε μια στιγμή δεν παραπονέθηκε για το δράμα που ζούσε μαζί μου 6 ώρες.


Τη διαδρομή από την Άρτα για το χωριό αλήθεια είναι πως την απολάμβανα γιατί ποτέ δεν είχε κόσμο και έτσι πάντα καθόμουνα μπροστά και κοιτούσα έξω.


Το λεωφορείο έκανε στάση έξω από τα δύο καφενεία του χωριού, όχι τότε δεν υπήρχε πλατεία.

Ήταν δύο καφενεία σαν αυτά που τώρα όλοι σαν τρελοί τρέχουμε να φωτογραφήσουμε.

Ναι δύο είχε το χωριό τότε, αυτά.

Αυτά ήταν και τα μπακάλικα του χωριού και το ταχυδρομείο επίσης.


Σε αυτά τα καφενεία κάτω από τη σκιά μιας μεγάλης μουριάς ( νομίζω μουριά ήταν ) ήταν απλωμένα τα μεταλλικά πράσινα τραπεζάκια και οι καρέκλες τους. Είχε απίστευτη δροσιά, γενικά το χωριό ήταν ορεινό και ήταν εξαιρετικά δροσερό.


Εκεί, σε αυτά τα καφενεία ήταν πάντα η γιαγιά, η Βασίλω, μαζί με τον παππού να μας περιμένουν, τα εγγόνια τους και την κόρης τους.

Θυμάμαι τη χαρά της, το κλάμα της, να μην ξέρει ποιον να πρωτο αγκαλιάσει εμάς ή την κόρη της.

Γελούσε ολόκληρη, ήταν μια μικροκαμωμένη γυναίκα που όμως το μπόι της σε ξεγελούσε, ήταν μια πολύ, πάρα πολύ δυνατή γυναίκα. Μια γυναίκα που έζησε εξαιρετικά δύσκολα και που δίπλα της, κάποιες φορές, και οι δικοί της ζήσαν δύσκολα!


Το σπίτι ήταν πίσω από το σχολείο του χωριού, πίσω από αυτά τα δύο, σημείο αναφοράς, καφενεία και ήταν ότι πιο παραδοσιακό μπορεί να φανταστεί κανείς για σπίτι χωριού στα ορεινά της Ηπείρου.

Μια μεγάλη έκταση με τριφύλλι μπροστά και πίσω το σπίτι με τα παράθυρα τα ψηλά, την κουζίνα δίπλα ξεχωριστό δωμάτιο και τις άπειρες γλάστρες βασιλικού.

Δεν ήταν γλάστρες ήταν τενεκέδες με βασιλικούς και κατιφέδες.

Η γιαγιά μου είχε την απίστευτη ικανότητα ή και το απίστευτο χάρισμα να έχει πάντα ολοζώντανους, καταπράσινους και τεράστιους βασιλικούς, λες και την αγαπούσε αυτό το φυτό, η αυλή ήταν γεμάτη και δεν πάθαιναν τίποτα, μόνο μοσχοβολούσαν.

Αυτή την αρετή, αυτή την χάρη ( μαζί με πολλές ακόμα ) την έχει τώρα πια η μεγάλη της κόρη, η θεία μου η Βαγγελιώ, και να τον πετάξει που λέει ο λόγος, από το χέρι της θα πιάσει.


Εκεί και το σκυλί του θείου ( ο Γκέκας!! ) να χαλάει τον κόσμο από τις φωνές και στο τραπέζι να υπάρχει νερό, κρύο νερό και λουκούμια.


Το καλοκαίρι ξεκινούσε.


Το καλοκαίρι στο χωριό είχε πολλά, είχε κάθε χρόνο και νέα ξαδέλφια γιατί στο χωριό αυτό όπως και στα περισσότερα σχεδόν όλοι ήμασταν ξαδέλφια και σχεδόν όλοι ήταν θείοι και θείες μας, έτσι κάθε χρόνο όλο και κάποιον ακόμα γνωρίζαμε, είχε τσακωμούς ( πολλά παιδιά μαζί λογικό είναι ), είχε γάμους και γλέντια και χορούς και έθιμα, είχε εφευρετικότητα αν δεν έβρισκες τι να κάνεις ήσουν χαμένος, είχε ήχους διαφορετικούς από τη φύση γύρω μας και είχε και διαφορετικές εικόνες.

Ο παππούς συνήθιζε κάθε μεσημέρι να κάθεται στο κρεββάτι του με καφέ ελληνικό και λουκούμι και να ακούει δημοτικά από το ράδιο.

Είχε τη γιαγιά, που όταν έταζε κόκορα φρέσκο το εννοούσε!! Με τον ξάδελφό μου κρυβόμασταν κάθε φορά για να μην το δούμε το θέαμα, ήταν φρικιαστικό.

Άλλα έτσι ήταν τότε, έτσι ήταν στα χωριά, σήμερα θα τη σέρναν τη γιαγιά στα τμήματα και μεταξύ μας, με αυτή τη γιαγιά, τη Βασίλω… κακό του κεφαλιού τους!!!

Η μαμά και η θεία τα μεσημέρια καθόντουσαν πίσω από το σπίτι για κουβέντα στη σκιά με καφέ και τσιγάρο. 

Κούνια ατελείωτες ώρες, ξυπόλητα παντού ακόμα και στο χώμα, για νερό στην πηγή με τα παγούρια μπροστά η γιαγιά και ξωπίσω εμείς, βόλτα στα σπίτια του χωριού, ξάπλα τα μεσημέρια κάτω από την κορομηλιά που δεν μπορούσες από τα τζιτζίκια να σταυρώσεις λέξη, είχε πολλά βιβλία, φρόντιζε ο θείος μας για αυτό ( δάσκαλος ) για να περνάμε ήσυχα τα μεσημέρια μας.

Είχε τον παππού να κερνά πορτοκαλάδες ή βανίλιες στο καφενείο.

Είχε όμως και γεύση, εκεί όλα ήταν αλλιώς, οι ντομάτες, τα καρπούζια, τα κορόμηλα, τα διαφορετικά φαγητά, ψωμί στον ξυλόφουρνο, κολοκυθοανθούς γεμιστούς, κατσικίσιο γάλα με ζάχαρη και ζεστό ψωμί, βούτυρο που έφτιαχνε η γιαγιά!!, καλαμπόκια ψημένα από τον παππού τα βράδια, γλυκιά κολοκυθόπιτα, όλες οι πίτες της γιαγιάς, γλυκό του κουταλιού καρυδάκι (το καλύτερο κέρασμα στις βόλτες μας στα γύρω σπίτια), πατάτες τηγανιτές και αυγά μάτια (μόνο η θεία μου Βαγγελιώ το κάνει αυτό το φαΐ ακόμα και σήμερα  ΤΟΟΟΟΟΟΣΟ ΝΟΣΤΙΜΟ).


Δεν είχαμε τίποτα στο χωριό αυτό, δεν υπήρχε περίπτερο να πάρουμε περιοδικά, δεν υπήρχαν γλυκά ή ζαχαροπλαστείο, δεν υπήρχε μια πλατεία να πάμε να παίξουμε ήταν ένα εξαιρετικά μικρό χωριό με καμία άνεση κι όμως ήταν οι πιο ωραίες μας μέρες.

Δεν ακούσαμε ποτέ «όχι» ή «μη».


Ήμασταν πολλά ξαδέλφια, πολλές φορές έτυχε να είμαστε αν όχι όλα, τα περισσότερα μαζί, μικρά μεγάλα όλα εκεί.  


Τι είναι αυτό νοσταλγία? Όχι βέβαια, δεν είναι νοσταλγία με την έννοια της λύπης και της έλλειψης, αντίθετα είναι χαρά, χαρά γιατί το έζησα. 

Είναι πολύ σημαντικό να έχεις ένα σημείο αναφοράς και το χωριό των παιδικών μας καλοκαιρινών χρόνων είναι σημείο αναφοράς.

Έχω πάρα πολλά χρόνια να πάω, πάνω από 30, κάποια στιγμή πέρασα αλλά δεν σταμάτησα,  ξέρω από φωτογραφίες που έχω δει πως έχει αλλάξει πολύ αλλά το σπίτι είναι εκεί, με κάποιες προσθήκες, αλλά εκεί.


Όλα αυτά τα παλιά μαγαζιά, τα παλιά πράγματα όπως το βρυσάκι στο δέντρο με το πράσινο σαπούνι, ο αργαλειός ο ξύλινος, τα τεράστια ταψιά της γιαγιάς και ο ξυλόφουρνος, το κεντητό στον τοίχο, η λάμπα πετρελαίου πάνω στο τζάκι, τα πολύ μικρά φλιτζανάκια του ελληνικού καφέ, το φανάρι στην κουζίνα, τα τσίγκινα πιάτα και ποτήρια, το ταγάρι της γιαγιάς δεν τα φωτογραφίζουμε όλοι εμείς οι πενηντάρηδες από νοσταλγία αλλά γιατί τα ζήσαμε, τα ξέρουμε και χαιρόμαστε που ακόμα υπάρχουν και εξυπηρετούν τους σκοπούς τους.


Ναι η μυρωδιά του καλοκαιριού για εμένα είναι ο βασιλικός, η γεύση του είναι τα λουκουμάκια, ο ήχος του είναι τα τζιτζίκια και φυσικά αγαπώ τις αναμνήσεις μου και ευτυχώς όλα αυτά τα χρόνια κατάφερα να δημιουργήσω νέες σταθερές για το καλοκαίρι μου και τα μεσημέρια του.


Tώρα η Ήπειρος έγινε Χαλκιδική, ξαδέλφια έγιναν οι φίλοι, και οι εικόνες έγιναν πιο γαλάζιες γιατί έχουν μέσα τη θάλασσα.

Τίποτα δεν αφορίζω αντίθετα το θεωρώ μεγάλο κατόρθωμα που μπόρεσα να δημιουργήσω νέες εικόνες και να βρω νέο χωριό για την καλοκαιρινή μεσημεριανή ραστώνη μου!!

Άλλωστε αυτό δεν είναι το αναμενόμενο? Όταν κάτι τελειώνει να μπορείς να δημιουργήσεις κάτι νέο από την αρχή τόσο ή και περισσότερο όμορφο.

Αυτό είναι ομορφιά, να έχεις ένα τόπο που θεωρείς δικό σου, ανθρώπους που χαμογελάς όταν σκέφτεσαι ότι θα τους ξαναδείς και που ξέρεις πως και το δικό τους χαμόγελο είναι αληθινό.

Πάμε διακοπές?

Πάμε, πάμε να περάσουμε όμορφα!!


Υγ.: Εκτός από την φωτογραφία της ταμπέλας του χωριού, όλες οι άλλες φωτογραφίες είναι από τη Χαλκιδική, τη Σάρτη.


Βασιλική

0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
Happy 2025 year!!

Happy 2025 year!!

Dear Santa

Dear Santa

It's never too late!!

It's never too late!!

Commenti


bottom of page