Αθήνα 70'ς και 80'ς
![](https://static.wixstatic.com/media/d10e1b_083c2b4eeaab4cffa42b9bd00eff6eb1~mv2.jpg/v1/fill/w_735,h_800,al_c,q_85,enc_avif,quality_auto/d10e1b_083c2b4eeaab4cffa42b9bd00eff6eb1~mv2.jpg)
Με λένε Βασιλική και γεννήθηκα στις 4 Φεβρουαρίου του 1969 στο Μαιευτήριο ΑΘΗΝΩΝ.
Το πρώτο μου σπίτι ήταν στου Ζωγράφου δίπλα στο ΙΚΑ και μπροστά στο πάρκο.
Η πολυκατοικία ήταν του κουτιού, μόλις είχε χτιστεί. Το δικό μας σπίτι ήταν στον τρίτο.
Έζησα σε αυτό το σπίτι από το 1969 έως και το 1981. Τα όμορφα παιδικά μου χρόνια έχουν για ταυτότητα την πρώτη στάση Ζωγράφου.
Για τα πρώτα πρώτα χρόνια της ζωής μου ότι ξέρω το ξέρω από τις διηγήσεις των άλλων. Ήμουνα ένα εξαιρετικά γκρινιάρικο μωρό, αρρώσταινα πάρα πολύ εύκολα και φυσικά ξυπνούσα και ξεκινούσα το κλάμα, σα να το ήξερα, κάθε φορά που ο μπαμπάς μου γυρνούσε σπίτι και έπεφτε για ύπνο.
Δε λες πως ήμουνα και ότι καλύτερο τους έτυχε.
Παρόλα αυτά ακόμα και σήμερα που το σκέφτομαι θαυμάζω την ψυχραιμία της μαμάς μου αλλά και τις αντοχές του μπαμπά μου.
Μεγαλώσαμε και εγώ και η αδελφή μου με υπερβολική αγάπη σε μια εξαιρετικά δεμένη και αγαπημένη οικογένεια με τα πάνω της και τα κάτω της, με στερήσεις, με καθημερινά προβλήματα αλλά και με πολύ παιχνίδι και χαρά. Μεγάλωσα σε εποχές πολύ έντονες για αυτό και οι μνήμες μου ξεκινάνε από νωρίς.
Α ξέχασα να σας πω, παρά το γκρινιάρικο του χαρακτήρα μου, παρά το μόνιμο κλάμα μου, παρά τα 40αρια πυρετού που με το παραμικρό σήκωνα ήμουνα το γούρι της πολυκατοικίας.
Ναι ναι ναι εγώ ήμουνα το παιδάκι που μέχρι και που φύγαμε, κάθε Πρωτοχρονιά έπαιρνα σβάρνα τα διαμερίσματα για να κάνω ποδαρικό και να φάω σοκολατίτσες.
Μια πολυκατοικία, μια γειτονιά
Τον καιρό εκείνο τον παλιό, οι πολυκατοικίες ήταν κάτι σαν το εβαπορέ το γάλα, συμπυκνωμένη γειτονιά μέσα σε κάποιους ορόφους.
Όχι σήμερα δεν είναι το ίδιο, όποιος το ισχυριστεί αυτό ή νέος είναι ή δεν έχει ζήσει στο κέντρο σε εκείνες τις πολυκατοικίες.
Δεν γνωρίζουμε ποιος μένει δίπλα μας, δεν θέλουμε να γνωρίζουμε αυτή είναι η αλήθεια. Δεν έχουμε την ίδια ανάγκη που υπήρχε τότε. Τότε οι άνθρωποι θέλαν να ανήκουν σε παρέες, σε κύκλους, θέλανε να τους γνωρίζουν και να γνωρίζονται.
Φυσικά και υπήρχαν εντάσεις, διαφωνίες, κουτσομπολιά, δεν ταίριαζαν όλοι με όλους αλλά η καλημέρα και οι ευχές δεν έλειπαν.
Στη δική μας πολυκατοικία, στη δική μας «γειτονιά», ήμασταν όλοι ιδιοκτήτες, και αυτό είναι σημαντικό γιατί έδινε ένα χαρακτήρα μονιμότητας και σταθερότητας στην συγκατοίκηση και επίσης ήμασταν όλοι «του κουτιού!»
Αμέσως μετά τη γέννηση μου, για την ακρίβεια περίπου 15 μέρες μετά, μετακομίσαμε από την Καισαριανή, στο δικό μας σπίτι, στου Ζωγράφου. Μιλάμε για το 1969.
Οι πρώτες μου μνήμες, τα πρώτα μου παιχνίδια, οι πρώτες μου γιορτές, η πρώτη μέρα στο σχολείο και άλλες πολλές πρωτιές έχουν την υπογραφή αυτής της πολυκατοικίας και όλους αυτούς τους ανθρώπους.
Το δικό μας διαμέρισμα ήταν στον 3ο όροφο. Ήταν 4 όροφοι και κάθε όροφος είχε 3 διαμερίσματα. Υπήρχε και ένας ημιώροφος, είχε ένα τύπου γραφείο – διαμέρισμα. Μεγάλη ιστορία αυτός ο ημιώροφος!!
Εγώ ξεκινώ να έχω ενεργό ρόλο σε αυτή την οικοδομή από τεσσερισήμισι χρονών περίπου, από αυτή την ηλικία θυμάμαι πράγματα. Ήταν πολύ έντονα εκείνα τα χρόνια είχαν μέσα τους και το Πολυτεχνείο και εμείς είχαμε για συγκάτοικους, ένστολους και μάλιστα υψηλόβαθμους, τραπεζικό ή καλύτερα διευθυντή τραπέζης την περίοδο της Χούντας με τον γιό του στην ΕΑΤ ΕΣΑ!, φοιτητές ( για πολύ λίγο φυσικά, στο μοναδικό κλειστό διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, ακριβώς απέναντι από τον τραπεζικό πατέρα του εσατζή!! ) γιατρό και νοσοκόμα και φυσικά την καλύτερη όλων τη Νίνα, μοδίστρα, φωνακλού, αρραβωνιασμένη καμιά δεκαριά φορές αλλά τελικά ανύπανδρη, κουμκανατζού και φυσικά Μακεδονίτισσα, από τη Θεσσαλονίκη.
Σε αυτή την μικρή γειτονιά δημιουργήθηκαν παρέες, κουμπαριές, και φυσικά εντάσεις και καυγάδες. Σε αυτή τη γειτονιά τα Χριστούγεννα στολίζαμε στην είσοδο, την εντυπωσιακή για εκείνη την εποχή, τεράστια είσοδο, δέντρο μεγάλο με λαμπάκια, την Καθαρή Δευτέρα, στρώναμε μεγάλα τραπέζια με φαγητά και φυσικά ο καθένας με την καρέκλα του, τον καφέ του και τα τσιγάρα του ( ναι ήταν η πολυκατοικία των καπνιστών, καπνίζανε ΟΛΟΙ ) σε αυτή την είσοδο γινόντουσαν οι συνελεύσεις και παίρνονταν οι μεγάλες αποφάσεις για την κοινή μας ζωή.
Εκεί στην είσοδο αριστερά, υπήρχε βέβαια και η σκάλα που οδηγούσε στο κλιμακοστάσιο, στο καλοριφέρ όπως το λέγανε απλά.
Αύτη η σκάλα όμως οδηγούσε και σε ένα άλλο σημείο της πολυκατοικίας, στον ακάλυπτο, μια πόρτα πίσω από το «δωματιάκι» με τον καυστήρα και το καζάνι.
Έμοιαζε με μικρή αυλή, δεν ήταν τεράστιος χώρος αλλά δεν ήταν μικρός. Γύρω γύρω δεν μας πνίγανε τα κτήρια γιατί είχαμε την τύχη να έχουμε δίπλα μας το ΙΚΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ, ένα κοντό κτήριο με ισόγειο και ένα όροφο από πάνω, που γύρω γύρω είχε κήπο!, ναι κήπο με λουλούδια, γεράνια, και από την άλλη μεριά ήταν ένα άχτιστο οικόπεδο.
Ο ακάλυπτος ήταν ουσιαστικά η αυλή της πολυκατοικίας, την οποία αυλή την εκμεταλλευόντουσαν ιδίως τα μεσημέρια του καλοκαιριού γιατί είχε δροσιά, για καφεδάκι και κουτσομπολιό τόσο η μαμά μου και η κα Δήμητρα ( του 4ου ) όσο και οι άλλες κυρίες. Απλά υπήρχε μεταξύ τους μια συνεννόηση για την ώρα!
Μόνο η Νίνα δεν κατέβαινε ποτέ εκεί, δεν ήταν φτιαγμένη μάτια μου για τα υπόγεια (έτσι έλεγε).
Άλλα δύο σημεία ήταν τα πολύ hot σημεία, η ταράτσα και ο φωταγωγός.
Η ταράτσα είχε υπέροχη θέα τόσο στο Λυκαβηττό όσο και στον Υμηττό, ήταν τεράστια και είχε πλυσταριό, εκείνο το παλιό με την μαρμάρινη σκάφη που όμως και πάλι η κα Δήμητρα το είχε μετατρέψει σε κουζινάκι ανάγκης, δηλαδή είχε γκαζάκι, καφέ και ζάχαρη, φλιτζανάκια, δύο σκαμπό από αυτά την εκκλησίας που λέμε και ένα μικρό τραπεζάκι. Με λίγα λόγια αυτές οι δύο γυναίκες παντού δημιουργούσαν τους δικούς τους χώρους.
Ο φωταγωγός πάλι, λειτουργούσε περισσότερο σα σημείο ενημέρωσης, τα πάντα μπορούσες να ακούσεις αρκεί να άνοιγες το παράθυρο του μπάνιου για τα διαμερίσματα της δικής μας πλευρά και της κουζίνας για τα διαμερίσματα της απέναντι πλευράς.
Οργανωμένο το έγκλημα το είχαν οι φιλενάδες, στιγμή δε χάνανε. Τι περιμένατε να σας πω πως η μαμά μου και η φίλη της μιλούσαν για τέχνη και βιβλία? Όχι, ήταν καθημερινοί άνθρωποι, συζητούσαν τα δικά τους προβλήματα, τα δικά τους παράπονα, μοιραζόντουσαν τα όνειρά τους και τα σχέδια τους και ΝΑΙ κουτσομπολεύανε. Μαλακίες του στυλ καλοπροαίρετο κουτσομπολιό ή έτσι απλά για να περνούν την ώρα τους δεν θα πω, το κουτσομπολιό είναι κουτσομπολιό και αυτό κάνανε όποτε είχαν νέα για να τα μοιραστούν. Ήταν όμως ερασιτέχνες στο κουτσομπολιό, αυτό θα το πω. Υπήρχαν και επαγγελματίες του είδους!!
Βέβαια αυτές οι δύο γυναίκες είχαν ακόμα ένα σημείο, τη σκάλα, τη σκάλα ανάμεσα στους δύο ορόφους 3ο και 4ο, αλλά αυτό ήταν για ένα τσιγάρο συνήθως.
Έτσι κάπως ήταν και η καθημερινότητα μέσα σε αυτή την οικοδομή.
Πολύς κόσμος, διαφορετικοί άνθρωποι, ταίριαξαν κάποιοι με κάποιους.
Τους μαθαίναμε και μας μαθαίνανε σιγά σιγά μέσα από τη συγκατοίκηση. Δεν ήταν εύκολες ούτε τότε οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, φοβόντουσαν να ανοιχτούν πολύ περισσότερο τότε, ήταν και τα πολιτικά στη μέση, αλλά υπήρχε μια διαφορά από το τώρα, τότε δεν φοβόντουσαν οι άνθρωποι να είναι από την επαρχία ή δεν φοβόντουσαν να είναι εργάτες ή οικοδόμοι.
Αυτό που τους τρόμαζε ήταν να είναι αναξιοπρεπείς, τους τρόμαζε να είναι αγενείς ή ενοχλητικοί για τους γύρω τους και παράλληλα είχαν πολύ έντονο το συναίσθημα της βοήθειας. Στην ανάγκη των άλλων θα έτρεχαν, έβαζαν στην άκρη αντιπάθειες ή διαφωνίες και βοηθούσαν.
Στην πολυκατοικία μας υπήρχαν άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα, είχαμε τους ευκατάστατους της εποχής, τους καθημερινούς εργαζόμενους, τους αριστερούς και ψαγμένους και φυσικά είχαμε και τους χουντικούς μας, κάθε πολυκατοικία που σεβότανε τον εαυτό της τότε είχε και έναν τέτοιο τότε.
Κάναμε παρέα όλοι με όλους? Όχι για όνομα, μοιρασμένοι ήμασταν, αλλά στις μεγάλες γιορτές, ναι, ήμασταν όλοι μαζί εκτός μόνο του τραπεζικού!
Κάθε όροφος ήταν σαν ένα στενό μιας γειτονιάς. Η κα Δήμητρα μια πανέμορφη γυναίκα, μικροκαμωμένη, ξανθιά με καταγάλανα μάτια, μια γυναίκα με καταγωγή από τη Λαμία, παντρεμένη με τον κο Μιχάλη, έναν υψηλόβαθμο στρατιωτικό του Πολεμικού Ναυτικού, ένα κούκλο άντρα, είχαν το διαμέρισμα του 4ου ορόφου, το μεγαλύτερο διαμέρισμα, που έβλεπε στο πάρκο της 21ης Απριλίου. Είχανε δύο παιδιά τον Λευτέρη και την Λουκία. Η κα Δήμητρα ήταν η καλύτερη φίλη της μαμάς μου. Γνωρίστηκαν αμέσως μόλις κατοίκησαν και κόλλησαν την ίδια στιγμή. Η κα Δήμητρα μένει ακόμα εκεί, και όπως και τότε έτσι και τώρα τη φωνάζω ακόμα καΔήμητρα, όλο μαζί σαν όνομα. Μπορεί να της μιλάω στον ενικό πια, αλλά είναι πάντα για εμένα η καΔήμητρα, η αγαπημένη φίλη της μαμάς μου.
Περνούσαν ατελείωτες ώρες μαζί, με το παραμικρό η μία ήταν στο σπίτι της άλλης.
Οι σχέσεις του μπαμπά μου με τον κο Μιχάλη ήταν ίδιες, εξαιρετικές, περνούσαμε σαν οικογένειες πολύ χρόνο μαζί αλλά εκείνοι δούλευαν και ιδίως ο κος Μιχάλης έλειπε για μέρες οπότε δεν μπορείς να πεις ότι ήταν κολλητοί.
Απέναντι από την κα Δήμητρα, πάνω από το δικό μας διαμέρισμα, ζούσε μια οικογένεια στρατιωτικών πάλι, του πεζικού. Ο μπαμπάς υψηλόβαθμος και εκείνος, με τη χακί στολή γεμάτη χρώματα ( έτσι μου φαινότανε εμένα όλα αυτά που έχουν πάνω οι στολές ) και κορδόνια. Ήταν ένα χαμογελαστός, ευγενικός και τεράστιος άνθρωπος πάντα συνεπής στις ώρες του, την ίδια ώρα ερχότανε και την ίδια ώρα ΚΑΘΕ μέρα έφευγε, που είχε πάντα ένα καλό λόγο να πει σε ΟΛΟΥΣ. Είναι η οικογένεια που δεν είχε πολλά πολλά με κανέναν ήταν κάτι σαν snob της εποχής αλλά όχι αρνητικοί προς τους υπόλοιπους απλά ζούσαν με κάποια απόσταση. Σε όλα τα καλέσματα για γιορτή ή στα πάρτι των παιδιών τους είμασταν καλεσμένοι και φυσικά πηγαίναμε. Η γυναίκα του όμως παρέα δεν έκανε με καμία από τις κυρίες της «αυλής» και τα παιδιά τους δεν κατέβαιναν να παίξουν μαζί μας στο πάρκο. Επίσης τα παιδιά του πήγαιναν σε ιδιωτικό σχολείο οπότε δεν είχαμε ούτε το δέσιμο του σχολείου. Άλλωστε πολύ σύντομα εκεί γύρω στο 1973 ή 1974 έφυγαν για την Σπάρτη, πήρε μετάθεση και το διαμέρισμα έμεινε κλειστό για πολλά χρόνια.
Το τρίτο διαμέρισμα του 4ου ορόφου ήταν η γκαρσονιέρα της πολυκατοικίας, το διαμέρισμα που είχε κρατήσει ο μηχανικός που την έχτισε και το είχε για δικό του γραφείο. Σπάνια ερχότανε. Πολύ αργότερα άρχισε να νοικιάζεται και αλήθεια είναι πως από αυτό το μικρό διαμέρισμα πέρασαν υπέροχοι άνθρωποι, όπως η κα Αρετή, αεροσυνοδός της SWISSAIR που είχε ένα σκύλο που τον φώναζε Φιόνα, μια δασκάλα που το χρησιμοποίησε για γραφείο για τα παιδικά βιβλία που έγραφε, ένας μπαμπάς χωρισμένος που το είχε για να μένει με τα παιδιά του τα Σαββατοκύριακα που τα είχε εκείνος…
Απέναντι από εμάς στον τρίτο ζούσε η Νίνα, η πιο extravaganza μορφή της πολυκατοικίας.
Έντονη γυναίκα, τη Νίνα την καταλάβαινες από πολλά πράγματα, από τα τακούνια της, από το άρωμά της, από τη μαγειρική της, από τις φωνές της, από το χαρτί! Ήταν ψηλή, δεμένη γυναίκα, αφράτη, κανείς δεν μπορεί να πει την Νίνα χοντρή, ντυμένη πάντα μέσα στα χρώματα και τα γυαλιστερά υφάσματα. Ήταν μοδίστρα και μάλιστα πολύ καλή. Από την πολυκατοικία πάντως πελάτισσα είχε μόνο την κυρία του τραπεζικού, (ήταν και η μόνη που είχε «σχέσεις» μαζί της) καμία άλλη, γιατί καλή μοδίστρα η Νίνα αλλά η γλώσσα της δούλευε με την ταχύτητα της μηχανής της. Τα μαλλιά της ήταν πάρα πολύ φουσκωτά σαν της Νάκης Αγάθου και πάρα πολύ ξανθά! Ήταν πάντα βαμμένη με εντυπωσιακές σκιές και κατακόκκινο κραγιόν. Ακόμα και μέσα στο σπίτι της κυκλοφορούσε με εντυπωσιακή περιβολή, η ρόμπα της ήταν χρωματιστή, χτυπητή που λέγανε τότε, λουλουδάτη και φαρδιά από εκείνες που θροΐζανε, τα παντοφλάκια της είχαν τακούνι και φτερά χειμώνα καλοκαίρι και εκείνη ήταν βαμμένη και χτενισμένη σα την Ζωζώ (μία είναι η Ζωζώ!). Της Νίνας της άρεσε ο μπαμπάς μου, της άρεσε πολύ όμως, κάθε που της δινότανε η ευκαιρία του κολλούσε, κάτι μισόλογα, κάτι γελάκια, κάτι ότι μπορούσε έκανε.
Ο μπαμπάς μου δεν ασχολούτανε μόνο χαμογελούσε. Αν θύμωνε η μαμά μου? Όχι τι να θυμώσει, δεν είχε λόγο, τον ήξερε τον μπαμπά μου άλλωστε σχεδόν κανείς ποτέ δεν κατάφερε να θυμώσει με τη Νίνα. Όσο φωνακλού και αν ήταν, όσο βρομόστομη και αν ήταν ( τι να πω κι εγώ, στα χνάρια της βαδίζω ) η Νίνα, άμα σε συμπαθούσε, ήταν μια μεγάλη αγκαλιά για όλους και μια τεράστια καρδιά, δύσκολα κρατούσε κακία.
Δίπλα στη Νίνα ήταν το διαμέρισμα της νοσοκόμας και του γιατρού. Ήσυχοι άνθρωποι, χωρίς παιδιά, και όλα εμάς τα παιδιά της πολυκατοικίας μας είχαν σα δικά τους. Δεν θυμάμαι πως τους λέγανε αλλά ήταν ότι καλύτερο όταν τους συναντούσαμε στην είσοδο ή στο ασανσέρ. Είχαν πάντα καραμέλες για να μας δώσουν, εκείνη όταν έφτιαχνε κουλουράκια χτυπούσε πάντα για να μας κεράσει (μέναμε στον ίδιο όροφο είχαμε και τα τυχερά μας) και για οποιαδήποτε ανάγκη που είχε να κάνει με ιατρό ή νοσοκόμα ήταν πάντα πρόθυμοι και βοηθούσαν και φυσικά δεν ζήτησαν λεφτά ποτέ από κανέναν. Ήταν ένα ζευγάρι που ταξίδευε πολύ συχνά και ήταν δύο ευχάριστοι άνθρωποι για παρέα, ήταν πάντα καλεσμένοι σε όλους μας με κάθε ευκαιρία.
Στον δεύτερο όροφο τώρα τα πράγματα με τις σχέσεις είχαν προχωρήσει πιο πολύ.
Στο διαμέρισμα κάτω από εμάς ζούσε η κα Ιωάννα, δούλευε περιστασιακά σε σπίτια και ο άντρας της ο κος Γρηγόρης, ηλεκτρολόγος (της κακιάς της ώρας δυστυχώς). Είχαν ένα παιδί, τη Μαιρούλα. Το χαρακτηριστικό αυτού του διαμερίσματος ήταν οι φωνές. Η κα Ιωάννα φώναζε στον άντρα της γιατί τον ζήλευε!! Να γίνω κακιά? Να γίνω για λίγο η μαμά μου και η κα Δήμητρα δύο σε ένα? Θα γίνω.
Ο κα Ιωάννα δεν είχε κανένα λόγο να τον ζηλεύει και δεν της είχε δώσει και κανένα δικαίωμα ο καημένος. Δεν το είχε ο κακομοίρης, γιατί πολύ απλά δε βλεπότανε. Βέβαια θα μου πείτε, έχει λογική η ζήλια? Όχι, για εκείνη ήταν κούκλος, του λέγανε καλημέρα και αν ήταν με τη γυναίκα του μαζί, έσκυβε το κεφάλι γιατί την ήξερε. Κάποια φορά (λέγανε οι φιλενάδες στον καφέ τους) η κα Ιωάννα αγριοκοίταξε την κα Δήμητρα γιατί του μιλούσε στην είσοδο. Είχαν σκάσει στα γέλια δεν μπορούσαν ούτε μεταξύ τους να μιλήσουν, ότι δηλαδή τον γλυκοκοίταζε!! Ακόμα και τώρα που το θυμάται η κα Δήμητρα δεν μπορεί να κρατηθεί, μόνο γελάει, μέχρι δακρύων.
Η κα Ιωάννα από την άλλη ήταν μια γυναίκα μαχήτρια. Μια γυναίκα από τον Πύργο Ηλείας (αυτό λίγο δεν άρεσε στον Αρκάδα μπαμπά μου) που ήρθε με την οικογένεια της στην Αθήνα για μια καλύτερη τύχη. Ήταν κοντή και στρουμπουλή με ένα μαντήλι στο κεφάλι, με στεντόρεια φωνή και την ικανότητα να μιλάει χωρίς ανάσα, χωρίς διακοπή και πολλές φορές χωρίς νόημα. Δούλευε σα σκυλί, παντού. Στα νοσοκομεία, σε σπίτια, σε μαγαζιά, σε πολυκατοικίες παντού κι αυτό γιατί δεν ήταν το ίδιο σκυλί με εκείνη ο άντρας της.
Όταν ξεκινούσε ο καυγάς από το 2ο όροφο για τις φανταστικές ζήλιες της ξέραμε, το γλέντι βαστούσε για ώρες.
Στο απέναντι διαμέρισμα από το δικό τους ήταν ο κος Αντώνης και η κα Αμαλία, ένα ζευγάρι χωρίς παιδιά, εκείνος υπάλληλος σε ναυτιλιακή εταιρείας, αριστερός!!!!!, και όταν λέμε αριστερός, εννοούμε αριστερός!. Η γυναίκα του, η κα Αμαλία ήταν ο ορισμός της κουτσομπόλας. Όχι μπροστά της όλοι οι άλλοι ήταν τίποτα. Το κουτσομπολιό στο στόμα της κας Αμαλίας ήταν επιστήμη. Ήξερε και τι βρακί φοράς. Συνεπής γειτόνισσα, πρώτη σε κάθε κάλεσμα, πρώτη σε κάθε συνέλευση, πρώτη για να ευχηθεί σε γιορτές, πρώτη παντού. Λογικό το βρίσκω! Δεν είχανε παιδιά, τη Μαιρούλα από το απέναντι διαμέρισμα (την κόρη της κας Ιωάννας και του κου Γρηγόρη) την είχανε βαφτίσει, μάλιστα η κα Αμαλία είχε μεσολαβήσει για να αγοράσουν το διαμέρισμα απέναντί της, για να είναι μαζί.
Η κα Αμαλία δεν είχε καλές σχέσεις με τη Νίνα και καμία σχέση με την οικογένεια του 1ου, τον τραπεζικό με τον γιο εσατζή. Με τη Νίνα δεν είχε πολλά πολλά γιατί την θεωρούσε «ελαφριά» αν και η αλήθεια είναι πως μάλλον αυτό που φοβότανε ήταν το στόμα της Νίνας, γιατί καλή καλή η Νίνα αλλά άμα στράβωνε βρες μέρος να κρυφτείς και επειδή πολλές φορές φώναζε την κα Ιωάννα να τη βοηθήσει με τις δουλειές του σπιτιού, με το αζημίωτο φυσικά, είχε μάθει πως την κουτσομπολεύανε, πως μιλούσαν άσχημα για εκείνη, πως κυκλοφορούσαν πράγματα για εκείνη που δεν ήταν αλήθεια.
Εδώ να πούμε πως το μεγάλο κανάλι ανακύκλωσης των κουτσομπολιών ήταν το ψιλικατζίδικο που υπήρχε δίπλα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ο ψιλικατζής ήξερε τι έχει γίνει, τι έχει ειπωθεί, ποιος λέει τί και για ποιόν και είχε μια αδυναμία και ένα απωθημένο, τη Νίνα, έτσι έμαθε τι έλεγε ο 2ος όροφος για εκείνη.
Ε δεν ήθελε και πολύ η Νίνα, την είχε πιάσει μια φορά στο ασανσέρ την κα Αμαλία και της είχε πει το μνημειώδες, «μη χώνεις τη μύτη σου στο σπίτι μου γιατί θα χώσω τη δική μου στο δικό σου ή στης Γιάννας και θα τρέχετε. Εγώ είμαι από πάνω μην το ξεχνάς». Έτσι πολλά δεν είχανε. Γενικά ο 2ος ήταν λίγο οικογενειακή υπόθεση και εξαιτίας της κουμπαριάς.
Στο διαμέρισμα δίπλα στης κας Αμαλίας και του κου Αντώνη, ζούσε ένα γεροντοπαλίκαρο (τι φταίω εγώ, έτσι τον λέγανε όλοι), ένας λογιστής πολύ τακτικός και πολύ ήσυχος. Μόνο μια καλημέρα μπορούσες να ακούσεις από αυτόν τον άνθρωπο και αυτό άμα τον συναντούσες. Δεν ερχότανε σε συναντήσεις, δεν ερχότανε σε γιορτές ή σε μαζώξεις, δεν είχε ποτέ αναμμένα φώτα να φαίνονται από το παράθυρό του. Ήταν ένας μόνος του άνθρωπος που ποτέ δεν αναζήτησε να κάνει παρέα με κανέναν.
Αυτός που ήταν «δύσκολος» όροφος ήταν ο 1ος.
Το μεγάλο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου το είχε ο τραπεζικός με τη γυναίκα του. Ο κος Λουκάς και η κα Αγαθή. Εδώ αρχίζουν τα ζόρια. Εκείνος τραπεζικός, στη μεγάλη τράπεζα της περιοχής, χουντικός ή όπως το λέγανε τότε, με την επανάσταση (επανάσταση να σου πετύχει). Η γυναίκα του, κλασσική κυρία της δεκαετίας του 60 που σίγουρα το πρότυπό της ήταν οι ρόλοι που ενσάρκωσε στην καριέρα της η Τασσώ Καββαδία. Ήταν μια κοντή και τετράγωνη γυναίκα, με καστανά βαμμένα μαλλιά, ακούνητα από τη λακ, ντυμένη πάντα με ταγιέρ που η φούστα του ήταν κάτω από το γόνατο, το πουκάμισό της κουμπωμένο μέχρι επάνω και ένας τεράστιος βυζαντινός σταυρός ήταν το κόσμημα που πάντα φορούσε. Κάθε Κυριακή στην εκκλησία και καταλαβαίναμε πως γύρισαν γιατί όλη η πολυκατοικία μύριζε λιβάνι. Έκτός από το σπίτι της κατέβαινε και λιβάνιζε και την είσοδο. Κρατούσε πάντα τσάντες σκληρές λουστρινένιες με κοντό χεράκι. Η μαμά μου και η κα Δήμητρα λέγανε πως σίγουρα ήταν άδεια.
Δεν μιλούσε σε κανέναν παρά μόνο αν ήταν υποχρεωμένη δηλαδή να έρθει μούρη με μούρη με κάποιον και να μην μπορεί να τον αποφύγει. Δεν χρησιμοποιούσε το ασανσέρ, ανέβαινε πάντα με τις σκάλες. Ο κος Λουκάς από την άλλη, έμοιαζε πάρα πολύ με τον Λυκούργο Καλέργη, αφού όταν έβλεπα ελληνικές ταινίες, εκεί κοντά στα 6 νόμιζα πως ήταν ο ίδιος. Εκείνος από την άλλη μεριά μιλούσε σε όλους, κρατούσε επιδειχτικά τις εφημερίδες τις φιλοχουντικές που διάβαζε και εννοούσε να χτυπάει τα κουδούνια για να ενημερώνει τις μαμάδες της πολυκατοικίας για όλα εμάς που είμασταν κάτω και παίζαμε, «κα Γεωργία οι κόρες σας είναι κάτω και παίζουν λάστιχο», «κα Ιωάννα η Μαιρούλα παίζει κρυφτό με τα παιδιά γύρω γύρω από το ΙΚΑ». Περνούσε πολλές ώρες στο ψιλικατζίδικο και φυσικά ήταν πολύ περήφανος για τον γιό του. Όποτε ερχότανε, ( γιατί δεν ζούσε μαζί τους ) τον έπαιρνε και κατέβαιναν και αυτοί στο πάρκο να καθίσουν στο καφενείο που ήταν επίσης δίπλα στην είσοδο της πολυκατοικίας, από τη μια το ψιλικατζίδικο από την άλλη το καφενείο, και ο γιος του φορούσε πάντα τη στολή του.
Δεν είχαν φίλους μέσα την πολυκατοικία, δεν τους μιλούσαν. Τα τυπικά φυσικά καλημέρα, καλησπέρα, χρόνια πολλά, ναι υπήρχαν, αλλά πέρα από αυτό τίποτα άλλο.
Σε αυτή την πολυκατοικία υπήρχε μια συνήθεια, όλες οι πόρτες ήταν πάντα ανοικτές ή μισάνοιχτες και πολλές φορές είχαν πάνω τους και τα κλειδιά, η δική τους πόρτα ήταν πάντα κλειστή.
Αυτό που ήταν πολύ παράξενο ήταν η συνύπαρξη ανάμεσα σε αυτή την οικογένεια του 1ου με τον κο Αντώνη στο 2ο. Βάζω μόνο αυτούς τους δύο γιατί ο κος Αντώνης φρόντιζε να κάνει έκδηλη την αριστερή του ταυτότητα, λες και το έκανε επίτηδες για τον κο Λουκά, κι όμως παρότι φρόντισαν να δείξουν στην πολυκατοικία τι σημαίνει να είναι ο γιος σου στην ΕΑΤ ΕΣΑ, αυτό που έγινε δεν αφορούσε τον κο Αντώνη.
Το διαμέρισμα του 1ου είχε απέναντί του το μοναδικό κλειστό διαμέρισμα όλης της οικοδομής. Η γυναίκα που το είχε δεν το κατοίκησε τότε, ήρθα πολύ αργότερα να μείνει εκεί, αρχές του 2000. Ήταν κλειστό, το είχε αγοράσει με προοπτική την ενοικίαση του για εισόδημα. Το διπλανό διαμέρισμα του κου Λουκά και της κας Αγαθής το είχε αγοράσει ο ψιλικατζήςαλλά δεν έμενε ούτε το νοίκιαζε. Θα το έφτιαχνε σιγά σιγά για τον γάμο του!
Ήταν μια μικρή γειτονιά όλο αυτό, μια γειτονιά που όλες της οι πόρτες ήταν ανοιχτές πάντα, μια γειτονιά που την κατοίκησαν νέοι άνθρωποι με τις οικογένειές τους και τα όνειρά τους. Είχε καυγάδες, είχε μανούρες αλλά είχε και πολύ όμορφες στιγμές.
Ήμασταν δεμένοι, Πρωτοχρονιά στο δικό μας σπίτι σήμαινε πως θα ήταν όλοι οι συγγενείς μας αλλά με την πόρτα ανοικτή, με την πόρτα στο διαμέρισμα της Νίνας επίσης ορθάνοιχτης έτσι που να μοιάζουν τα δύο διαμερίσματα με ένα, με στρωμένα τραπέζια και εκεί, για να είμαστε όλοι μαζί και οι συγγενείς και η πολυκατοικία, οι δικοί μας άνθρωποι γιατί έτσι τους νοιώθαμε, δικούς μας ανθρώπους.
Πήγαινε για δεκαπέντε μέρες η κα Δήμητρα στο εξοχικό της στον Άγιο Ανδρέα και πηγαίναμε και εμείς. Τη μια εβδομάδα πηγαίναμε σινεμά με την κα Δήμητρα και τα 4 πιτσιρίκια και την άλλη τα ίδια πιτσιρίκια με την μαμά.
Στην κα Αμαλία τρώγαμε τα καλύτερα σιροπιαστά γλυκά και στην Νίνα τα καλύτερα μπουρεκάκια, έτσι, από τις ανοικτές πόρτες, χωρίς προσκλήσεις και τυπικά.
Έζησα πάρα πολλά μέσα εκεί και πολύ έντονα πράγματα, βοήθησε και η εποχή για αυτό.
Μαζί με την καΔήμητρα ξεκινήσαμε να τα θυμόμαστε όλα αυτά. Φυσικά αλλάζουμε όσα πρέπει γιατί έτσι πρέπει!
Πάμε λοιπόν να θυμηθούμε πως ήταν εκείνα τα χρόνια σε μια περιοχή της Αθήνας μέσα από τα μάτια ενός παιδιού ( τότε ) και με τη βοήθεια μιας νέας ( τότε πάλι ) γυναίκας.
Οδός Γεωργίου Παπανδρέου, περιοχή Ζωγράφου. Στα μαύρα χρόνια της χούντας το δρόμο τον λέγανε 21ης Απριλίου. Το νούμερο δεν έχει σημασία.
Βασιλική
#vintagelife #vintage #vintagestyle #s #vintagelove #vintagehome #retro #vintagelover #vintagegirl #vintagefinds #retrostyle #vintageinspired #retrolife #memories
Comments