![](https://static.wixstatic.com/media/cf4eb4551f0944299e3b44a185f08816.jpg/v1/fill/w_980,h_701,al_c,q_85,usm_0.66_1.00_0.01,enc_auto/cf4eb4551f0944299e3b44a185f08816.jpg)
Τη λες και τον πιο εύκολο άνθρωπο? Μπαα
Τη λες και τον πιο ήρεμο άνθρωπο? Σώπα καλέ!!
Με λες εμένα εύκολο και ήρεμο? Έλα, εδώ γελάμε με την ψυχή μας.
Η Χριστίνα και εγώ γνωριζόμαστε τα τελευταία 35 χρόνια, αυτά δεν τα λες και λίγα, έχουμε διαφωνήσει ( για κάτι φίδια, τυριά και πάριζες!! ) έχουμε γελάσει ( πολύ όμως μέχρι δακρύων ) έχουμε βρίσει τουρίστα γιατί μας φορτώθηκε στην πλάτη, έχουμε φτιάξει μαζί τσουρέκια, έχουμε πάει με κεφτεδάκια και πατάτες στην παραλία, έχουμε κλάψει πολύ και γενικά ότι και αν γίνει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο καταλήγουμε πάντα με τον ίδιο τρόπο να κλείνουμε την κάθε μας κουβέντα "α μαρή"
Αυτή λοιπόν η Χριστίνα, έχει εδώ μέσα από σήμερα το δικό της λόγο για όσο και όταν θέλει, για ότι θέλει? μπα εκεί θα το συζητάμε λίγο γιατί το στόμα της είναι σαν το δικό μου μόνο που εγώ κάπου κάπου το μαζεύω ενώ τη Χριστίνα πρέπει να τη μαζέψουμε και το κακό είναι πως δεν την προλαβαίνουμε πάντα.
Είναι λοιπόν μια γυναίκα που πέρασε κυριολεκτικά από σίδερο και φωτιά, είναι μια γυναίκα που έχει άποψη και την υποστηρίζει, είναι μια γυναίκα που έχει να πει και θέλει να πει τη γνώμη της.
Καλό μήνα, καλή εβδομάδα, καλή αρχή!
Πολύγυρος - Θεσσαλονίκη - Πολύγυρος
Eγώ που λέτε γεννήθηκα σε ένα μεγάλο χωριό χτισμένο στους πρόποδες ενός καταπράσινου βουνού, με τη πιο κοντινή θάλασσα ένα τέταρτο διαδρομή με το αυτοκίνητο και με τη Θεσσαλονίκη περίπου μία ώρα.
Πράσινο, φύση, θάλασσα, συμπρωτεύουσα όλα μέσα στα πόδια μου! Ποιος στη χάρη μου. Μικρούλα γύρω στα πέντε ήμουν δεν ήμουν , πήγαινα τακτικά Θεσσαλονίκη με τους γονείς μου και έμενα στα αγαπημένα μου ξαδέρφια. Τις νύχτες άκουγα τη βουή των αυτοκινήτων και τα χαράματα τα φρένα των αστικών λεωφορείων στο φανάρι και ένιωθα μοναδικά ωραία γιατί αυτά τα ακούσματα δεν τα είχα στον τόπο που έμενα. Η νύχτα στη πόλη δεν κοιμόταν ποτέ. Τη μέρα πηγαίναμε βόλτα στο ηλιακό ρολόι της Ερμού. Ήταν το μεγάλο μου δέος. Κάποιοι δείκτες φυτεμένοι μέσα σε ένα ολοστρόγγυλο πράσινο με λουλουδάκια χρωματιστά τριγύρω που λειτουργούσαν με το φως του ήλιου και έδειχναν την ώρα. Ήταν το λατρεμένο μου σημείο. Έβλεπα και κάποιους κυρίους πάνω σε ένα σκαλοπατάκι και μέσα σε ένα τετράγωνο κουβά να κουνάνε τα χέρια τους δεξιά, αριστερά, πάνω ,κάτω στα αυτοκίνητα και αναρωτιόμουν γιατί να βρίσκονται εκεί μέσα και ποιος ο άχαρος ο ρόλος τους .
Προσπαθούσα να παίξω και με τα παιδιά της γειτονιάς αλλά δεν τα κατάφερνα. Έπαιζαν μονίμως ένα παιχνίδι με πέτρες που το ονόμαζαν τζαμί. Έστηναν πολλές πέτρες σε ένα σημείο και μετά τις λιθοβολούσαν με άλλες πέτρες που κρατούσαν στα χέρια τους. Πολύ βάναυσο και χαζό που μετέπειτα κατάλαβα γιατί δεν ήθελα να το παίζω. Ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο βαλετω? Γι αυτό δεν ήθελα. Και φυσικά παπούτσια πάντα από το Μουγερ και γλυκά από τον Αγαπητό. Σκεφτόμουν πόσο αγαπητός πρέπει να ήταν για να φτιάχνει τα πιο ωραία γλυκά και να τον αγαπούν όλοι. Έτσι ,τη παιδική μου και εφηβική μου ηλικία τη πέρασα μεταξύ της κωμόπολης που ζούσα και της Θεσσαλονίκης που θα ήθελα να ζω. Το χωριό μου αν και ήταν πρωτεύουσα νομού παρείχε ησυχία. Ήμασταν εμείς κι εμείς και οι επιλογές μας ήταν δύο καφετέριες που ταυτόχρονα ήταν μπαρ και παμπ. Α! Είχαμε και ντισκοτέκ αλλά όσο την λάτρευα τόσο και τη μισούσα γιατί η κοινωνία του χωριού μικρή και τα πρέπει και τα καθώς για μια έφηβη επαρχιωτοπούλα πολλά.
Ίσα που πήγαινα, χόρευα λίγα τραγούδια στη πίστα και εξαφανιζόμουν σαν τη Σταχτοπούτα πολύ πριν τις 12 γιατί έτσι έπρεπε. Οι γονείς αυστηροί, τι θα έλεγε ο κόσμος για το κορίτσι τους? Όσο μεγάλωνα το μισούσα το χωριό μου, δεν το άντεχα ούτε αυτό ούτε τα πρέπει του ούτε τον κόσμο που θα έλεγε .Έτσι όταν τελείωσα το λύκειο έφυγα άρον άρον για τη μεγάλη ζωή στη πόλη με πρόφαση τις σπουδές μου. Όχι δεν είχα περάσει σε κάποιο πανεπιστήμιο του ΑΠΘ, ούτε καν σε ΤΕΙ αν και το προσπάθησα πολύ. Ξεκίνησα με το γαλλικό ινστιτούτο, τελείωσα τα γαλλικά μου και ταυτόχρονα σπούδαζα προγραμματισμό σε μια εποχή που μόλις είχε ξεκινήσει η πληροφορική και κομπιουτερς είχαν ελάχιστοι στα σπίτια τους. Λάπτοπ και κινητά ακόμη δεν είχαν κάνει την εμφάνιση τους στην Ελλάδα για να καταλάβετε.
Είχα τη μεγάλη τύχη να προλάβω τη Σαλονίκη στις δόξες της. Εφτά στα εφτά μέρα νύχτα ζούσε αυτή η πόλη. Εννοώ πως κάθε μέρα και κάθε νύχτα ο κόσμος έβγαινε και γλεντούσε. Καφετέριες, μπαρ, παμπ , ντισκοτέκ, κλαμπ, μπουζούκια με φίρμες, μπουζούκια χωρίς φίρμες, κουτούκια, ρετσινάδικα και της Παναγιάς τα μάτια. Όλα τα είχε ο μπαξές και όλα τα δοκίμασα. Με είχαν μάθει και οι πέτρες όλης της πόλης από τον ποδαρόδρομο. Δεν άφησα γωνιά για γωνιά που να μη πατήσει το ποδάρι μου. Σ αυτό το σημείο να πω πως το λατρεμένο μου ηλιακό ρολόι στην Ερμού είχε ξεχαρβαλωθεί και μαζί του και ένα κομμάτι της παιδικής μου αθωότητας. Η αθωότητα μου έδωσε τη σκυτάλη της στον πιο σκοτεινό εαυτό μου. Βράδια ατελείωτα στη πλατεία Ναυαρίνου παρέα με τα φρικιά της πόλης, περιθωριοποιημένοι από επιλογή γιατί και η αρνητική διαφήμιση είναι σπουδαία διαφήμιση επίσης.
Ροκαμπιλαδες και πανκιδες, μεταλαδες και νιουγουεβαδες όλοι μαζί σε μια πλατεία καθισμένοι στα πεζούλια και πίσω μας ακριβώς η αρχαία πόλη . Σοκ κ δέος. Ήμασταν εμείς που με τα χρωματιστά μαλλιά μας και ρούχα μας, κάναμε τη διαφορά στο πλήθος και το γουστάραμε αφάνταστα. Παρέες παρέες καταλήγαμε στα μπαράκια της προξένου Κορομηλά, στο Λούκι Λουκ και στο Μπερλίν ως τις πρώτες πρωινές ώρες. Αχ τι ωραίες ανέμελες εποχές για εμάς και πόσο σκασμενες για τους γονείς μας.
Από τα πολλά τα πρέπει τη πάτησαν οι έρμοι.
Τέλος πάντων, έζησα 21 συναπτά έτη στη συμπρωτεύουσα. Απ' τις αρχές του 2000 , από το μιλένιουμ δηλαδή, άρχισε να αλλάζει πρόσωπο η πόλη. Ξεκίνησαν τα έργα του μετρό που δεν λειτουργεί μέχρι και σήμερα.
Εξαιτίας τους έκλεισαν δρόμοι , έκλεισαν μαγαζιά, οι θέσεις εργασίας λιγόστεψαν, ο κόσμος δεν γλεντούσε πια όπως πριν, η κατάθλιψη σιγά σιγά ανέβαινε στον θρόνο της και το γκρίζο πήρε τη θέση της πολυχρωμίας. Το γκρίζο δεν ήταν για μένα. Το 2010 αποφάσισα επαναπατρισμό. Γύρισα και βρήκα το χωριό μου το διπλάσιο σε έκταση από πριν με την ίδια όμως ησυχία και με τις ίδιες επιλογές. Έπιασα μια καλή δουλειά που την έχω μέχρι και σήμερα και προσαρμόστηκα γρήγορα στην ηρεμία. Είχα ζήσει τόση ένταση που μου έφτανε για δύο και τρεις ζωές.
Οι μετακινήσεις μου στη Θεσσαλονίκη συνέχισαν να είναι πολλές κυρίως για γιατρούς και για ψώνια. Τα πρώτα χρόνια δεν την άντεχα τη ζωή στη πόλη και έκανα αμάν κ πως να επιστρέψω στην ησυχία μου. Είχα μπουχτίσει τους γρήγορους ρυθμούς της. Τα τελευταία δύο χρόνια έχω επιθυμήσει εκείνη τη ζωή όσο τίποτα στο κόσμο. Αν η δουλειά μου ήταν εκεί και αν η καθημερινότητα μου και οι υποχρεώσεις μου το επέτρεπαν, θα ζούσα ευχάριστα και ευτυχισμένη στη γκρίζα πια πόλη. Κι αυτό γιατί η νύχτα της δεν κοιμάται ποτέ, η βουή των αυτοκινήτων και τα φρένα των αστικών ακούγονται ασταμάτητα στη σιγαλιά, το ηλιακό ρολόι ξαναπήρε μπροστά έπειτα από παρέμβαση κάποιου φιλόδοξου υποψηφίου δημάρχου, η πλατεία Ναυαρίνου εξακολουθεί να είναι μια κούκλα με τις ιδιαιτερότητες της και με τις χρωματιστές σκιές των φρικιών στα πεζούλια να μου θυμίζουν τα χρόνια της νιότης μου, με τη παραλία της και τα ωραία της καφέ , τις αμέτρητες βόλτες στις βιτρίνες, με τον κόσμο που πάει κι έρχεται και που ποτέ δεν σταματά όπως ποτέ δεν σταματά και η ίδια η ζωή.
Ηρεμία και ησυχία ζήτησα πριν από λίγα χρόνια και για αυτό επέστρεψα και τώρα που αυτό το χόρτασα ναι δεν θα έλεγα όχι για μια επιστροφή. Έτσι είναι από τη φύση του ο άνθρωπος, μια από δω και μια από κει. Τι , όχι ?
Καλό μήνα!!
Χριστίνα
Comments